Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεπιγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δικάζει [[μαζί]] με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιγνώμων]] «[[αιρετός]], [[κριτής]], [[διαιτητής]], [[εκτιμητής]], [[επόπτης]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»].