αιρετός

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἱρετός, -ή, -ὸν) Α. [< αἱροῦμαι]
1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο)
2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος
αρχ.
1. αυτός που προτιμά κανείς, επιθυμητός, προτιμητέος
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ αἱρετοί
νεοσύλλεκτοι, υπεράριθμοι ενός στρατεύματος, επίλεκτοι
3. «αἱρετὴ ἀρχή», αρχή ή αξίωμα στο οποίο ο άρχοντας ορίζεται με εκλογή
4. «αἱρετοὶ ἄνδρες», επίτροποι (στη Σπάρτη). Β. [< αἱρῶ]
αυτός που μπορεί να κατακτηθεί, αλώσιμος, ευάλωτος
2. καταληπτός, κατανοητός.