ἐπιγνώμων
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ,
A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg.828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.Cam.18; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15.
2. in plural, inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. (γνώμονας codd.).
II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.4.70.
III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 933] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = ἐπίσκοπος, Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht γνώμων. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, Gegensatz von ἰδιώτης, τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui décide de, juge, arbitre.
Étymologie: ἐπιγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγνώμων: 2, gen. ονος
1 знающий, сведущий (τινός Plat., Sext.): χρὴ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου Plat. необходимо знать, что (именно) пропущено.
ονος ὁ сведущее лицо, знаток, эксперт (τῆς τιμῆς τινος Dem.; ἐ. καὶ βεβαιωτὴς αἰτιῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, διαιτητής, κριτής, μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἶναι τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = συγγνώμων. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. γνώμων, «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν γνώμων Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.
Greek Monolingual
ἐπιγνώμων, ο (AM) επιγιγνώσκω
1. έμπειρος
2. αυτός που συγχωρεί
αρχ.
1. αιρετός κριτής, διαιτητής
2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῦ παιδός», Δημοσθ.)
3. επιστάτης, επόπτης.
Greek Monotonic
ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. διαιτητής, κριτής, δικαστής, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.· ἐπ. τῆς τιμῆς, εκτιμητής αυτής, σε Δημ.
II. = συγγνώμων, αυτός που συγχωρεί, τινί, σε Μόσχ.
Middle Liddell
ἐπι-γνώμων, ονος,
I. an arbiter, umpire, judge, c. gen. rei, Plat.; ἐπ. τῆς τιμῆς an appraiser, Dem.
II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.