φυγόστρατος: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
(No difference)
|
Revision as of 12:41, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο, Ν
ανυπότακτος («τον έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + στρατός (πρβλ. λιπό-στρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].