φυγόστρατος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(45)
(No difference)

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
ανυπότακτος («τον έχουν κηρύξει φυγόστρατο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + στρατός (πρβλ. λιπό-στρατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].