χαμαιπιτύϊνος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(46)
(No difference)

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ΐνη, -ον, Α
(για κρασί) παρασκευασμένος από το φυτό χαμαίπιτυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίπιτυς + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχ-ινος)].