χαμαιπιτύϊνος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
-ΐνη, -ον, Α
(για κρασί) παρασκευασμένος από το φυτό χαμαίπιτυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίπιτυς + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχινος)].
German (Pape)
ΐνη, ϊνον, von der Pflanze χαμαίπιτυς, οἶνος, damit abgezogener Wein, Diosc.