τεμαχισμός: Difference between revisions
From LSJ
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
(6_19) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεμᾰχισμός''': -οῦ, ὁ, τὸ τεμαχίζειν, τέμνειν εἰς τεμάχια, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 264, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 180. | |lstext='''τεμᾰχισμός''': -οῦ, ὁ, τὸ τεμαχίζειν, τέμνειν εἰς τεμάχια, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 264, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τεμαχίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τεμαχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cutting up, slicing, Hdn.Epim. 264.
German (Pape)
[Seite 1089] ὁ, das Zerschneiden, Zerstückeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεμᾰχισμός: -οῦ, ὁ, τὸ τεμαχίζειν, τέμνειν εἰς τεμάχια, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 264, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 180.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τεμαχίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τεμαχίζω.