συντετμημένως: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(6_7)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντετμημένως''': Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.
|lstext='''συντετμημένως''': Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> εν [[συντομία]], [[συντόμως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συντετμημένος</i> του [[συντέμνω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετμημένως Medium diacritics: συντετμημένως Low diacritics: συντετμημένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetmēménōs Transliteration B: syntetmēmenōs Transliteration C: syntetmimenos Beta Code: suntetmhme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντέμνω)

   A concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.

Greek (Liddell-Scott)

συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εν συντομία, συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετμημένος του συντέμνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].