χορδοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(6_15)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορδοστρόφος''': ὁ, ὁ στρέφων, κλώθων χορδὰς, ὀργανοποιούς, χορευτάς, χορδοστρόφους Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4, 4, σ. 250, Δίων Χρυσ. τ. 1, σ. 276.
|lstext='''χορδοστρόφος''': ὁ, ὁ στρέφων, κλώθων χορδὰς, ὀργανοποιούς, χορευτάς, χορδοστρόφους Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4, 4, σ. 250, Δίων Χρυσ. τ. 1, σ. 276.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χορδοποιός]]<br /><b>2.</b> [[χορδιστής]] που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] <span style="color: red;">+</span> -[[στρόφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νευρο</i>-[[στρόφος]].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδοστρόφος Medium diacritics: χορδοστρόφος Low diacritics: χορδοστρόφος Capitals: ΧΟΡΔΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chordostróphos Transliteration B: chordostrophos Transliteration C: chordostrofos Beta Code: xordostro/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A twister of strings, D.Chr.8.4, Ptol.Tetr.180 (misprinted χονδρο-, cf. Procl.Par.Ptol.250).

German (Pape)

[Seite 1365] Darmsaiten drehend, der Darmsaitendreher, Procl. paraphr. Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

χορδοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κλώθων χορδὰς, ὀργανοποιούς, χορευτάς, χορδοστρόφους Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4, 4, σ. 250, Δίων Χρυσ. τ. 1, σ. 276.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. χορδοποιός
2. χορδιστής που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος.