χαριτοφύτευτος: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(6_18)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰριτοφύτευτος''': -ον, ὁ πεφυτευμένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, [[δένδρον]] χαριτοφύτευτον Κ. Μανασσ. Χρον. 2850.
|lstext='''χᾰριτοφύτευτος''': -ον, ὁ πεφυτευμένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, [[δένδρον]] χαριτοφύτευτον Κ. Μανασσ. Χρον. 2850.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />φυτευμένος από τις Χάριτες («[[δένδρον]] χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυτευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>φύτευτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτοφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, δένδρον χαριτοφύτευτον Κ. Μανασσ. Χρον. 2850.

Greek Monolingual

-ον, Μ
φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. -φύτευτος].