τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
χᾰριτοφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, δένδρον χαριτοφύτευτον Κ. Μανασσ. Χρον. 2850.
-ον, Μ
φυτευμένος από τις Χάριτες («δένδρον χαριτοφύτευτον», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + φυτευτός (< φυτεύω), πρβλ. ἀφύτευτος].