τανάγρα: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_9)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τανάγρα''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα» Ἡσύχ.: ― ὑποκορ. ταναγρίς = [[λεβητάριον]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 165.
|lstext='''τανάγρα''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα» Ἡσύχ.: ― ὑποκορ. ταναγρίς = [[λεβητάριον]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 165.
}}
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] στρουθιόμορφων πτηνών που απαντούν στις τροπικές περιοχές του Νέου Κόσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>tanagra</i> <span style="color: red;"><</span> [[Τανάγρα]]].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τανάγρα Medium diacritics: τανάγρα Low diacritics: τανάγρα Capitals: ΤΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: tanágra Transliteration B: tanagra Transliteration C: tanagra Beta Code: tana/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A copper, cauldron, Hsch.:—Dim. ταναγρ-ίς, ίδος, ἡ, v.l. for παναγρίς in Poll.10.165.

Greek (Liddell-Scott)

τανάγρα: ἡ, ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα» Ἡσύχ.: ― ὑποκορ. ταναγρίς = λεβητάριον, Πολυδ. Ι΄, 165.

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών που απαντούν στις τροπικές περιοχές του Νέου Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tanagra < Τανάγρα].