φυάς: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_4)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φυάς''': -άδος, ἡ, (φύω) [[παραφυάς]], [[κλάδος]] παρὰ τὴν ῥίζαν, «κωλορρίζι», τὰς παρενοχλούσας φυάδας τεχνικῶς τέμνουσιν Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 724C καὶ Β.
|lstext='''φυάς''': -άδος, ἡ, (φύω) [[παραφυάς]], [[κλάδος]] παρὰ τὴν ῥίζαν, «κωλορρίζι», τὰς παρενοχλούσας φυάδας τεχνικῶς τέμνουσιν Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 724C καὶ Β.
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br />[[παραφυάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. σε -[[φυάς]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[φυάς]])].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φυάς: -άδος, ἡ, (φύω) παραφυάς, κλάδος παρὰ τὴν ῥίζαν, «κωλορρίζι», τὰς παρενοχλούσας φυάδας τεχνικῶς τέμνουσιν Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 724C καὶ Β.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
παραφυάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύω + κατάλ. -άς, -άδος κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φυάς (πρβλ. παρα-φυάς)].