Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
φυάς: -άδος, ἡ, (φύω) παραφυάς, κλάδος παρὰ τὴν ῥίζαν, «κωλορρίζι», τὰς παρενοχλούσας φυάδας τεχνικῶς τέμνουσιν Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 724C καὶ Β.
-άδος, ἡ, ΜΑ
παραφυάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύω + κατάλ. -άς, -άδος κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φυάς (πρβλ. παραφυάς)].