ὑπόσπειρον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόσπειρον''': τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ὑπόσπειρα]], [[Πολυδ]]. Β΄, 31. | |lstext='''ὑπόσπειρον''': τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[ὑπόσπειρα]], [[Πολυδ]]. Β΄, 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ὑπόσπειρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σπεῖρα]] «[[ανάγλυφο]] [[κόσμημα]] που διακοσμεί τη [[βάση]] του ιων. κίονα»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A plinth of Ionic base, Supp.Epigr.4.453.7,23 (Didyma, ii B. C.), Rev.Phil.36.71 (Iconium).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσπειρον: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ ὑπόσπειρα, Πολυδ. Β΄, 31.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ὑπόσπειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σπεῖρα «ανάγλυφο κόσμημα που διακοσμεί τη βάση του ιων. κίονα»].