φολιδώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(6_7) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φολῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2. | |lstext='''φολῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[φολίς]], -[[ίδος]]]<br />καλυμμένος με φολίδες, [[φολιδωτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = φολιδοειδής, v.l. for φολλικώδης in Hp.Epid.4.30.
German (Pape)
[Seite 1297] ες, schuppenartig, schuppig, mit einer harten Rinde, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φολῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν κεκαλυμμένην διὰ φολίδων, Ἱππ.· οὕτω καὶ φολιδοειδής, Παῦλ. Αἰγ. 4. 2.