χιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(6_7)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῑοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.
|lstext='''χῑοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] του γράμματος Χ, [[σταυροειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χιοειδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χεῖ</i>/<i>χῖ</i> <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑοειδής Medium diacritics: χιοειδής Low diacritics: χιοειδής Capitals: ΧΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chioeidḗs Transliteration B: chioeidēs Transliteration C: chioeidis Beta Code: xioeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A in form of a X, Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. -δῶς Sophon.in de An.19.34.

Greek (Liddell-Scott)

χῑοειδής: -ές, ὅμοιος τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα του γράμματος Χ, σταυροειδής.
επίρρ...
χιοειδῶς Μ
κατά χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].