ὑποψιαστικῶς: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποψιαστικῶς''': Ἐπίρρ., ὑπόπτως, μεθ’ ὑποψίας, Παροιμιογρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 641, Ζηνοβ. Παροιμ. 6, 2. | |lstext='''ὑποψιαστικῶς''': Ἐπίρρ., ὑπόπτως, μεθ’ ὑποψίας, Παροιμιογρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 641, Ζηνοβ. Παροιμ. 6, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με υποψίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑποψία]], μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. [[ὑποψιαστικός]] (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο αρχ. ρ. <i>ὑποψιάζομαι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
A suspiciously, Zen.6.2, Sch.Ar.V.641.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποψιαστικῶς: Ἐπίρρ., ὑπόπτως, μεθ’ ὑποψίας, Παροιμιογρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 641, Ζηνοβ. Παροιμ. 6, 2.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με υποψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποψία, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. ὑποψιαστικός (< αμάρτυρο αρχ. ρ. ὑποψιάζομαι)].