τριχοπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_19)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχοπλάστης''': -ου, ὁ, ἐπιμελητὴς ἢ κοσμητὴς τῶν τριχῶν, [[κομμωτής]], [[κουρεύς]], Συνέσ. 85Β.
|lstext='''τρῐχοπλάστης''': -ου, ὁ, ἐπιμελητὴς ἢ κοσμητὴς τῶν τριχῶν, [[κομμωτής]], [[κουρεύς]], Συνέσ. 85Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που περιποιείται την [[κόμη]], τα μαλλιά, ο [[κομμωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]])].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοπλάστης: -ου, ὁ, ἐπιμελητὴς ἢ κοσμητὴς τῶν τριχῶν, κομμωτής, κουρεύς, Συνέσ. 85Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που περιποιείται την κόμη, τα μαλλιά, ο κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + πλάστης (< πλάσσω)].