τριχοπλάστης Search Google

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοπλάστης: -ου, ὁ, ἐπιμελητὴς ἢ κοσμητὴς τῶν τριχῶν, κομμωτής, κουρεύς, Συνέσ. 85Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που περιποιείται την κόμη, τα μαλλιά, ο κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + πλάστης (< πλάσσω)].

German (Pape)

ὁ, Haarbildner, Haarbkünstler, Haarschmücker, Synes.

Translations