σχασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_19)
(40)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχασμός''': -οῦ, ὁ, = [[σχάσις]], σικύας [[μετὰ]] σχασμοῦ Θεοφάν. Νόνν. τ. 2, σ. 162.
|lstext='''σχασμός''': -οῦ, ὁ, = [[σχάσις]], σικύας [[μετὰ]] σχασμοῦ Θεοφάν. Νόνν. τ. 2, σ. 162.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ [[σχάζω]]<br />[[εγχάραξη]] σε [[δένδρο]], [[σχάσις]].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1053] ὁ, = σχάσις. Auch = Vor., Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχασμός: -οῦ, ὁ, = σχάσις, σικύας μετὰ σχασμοῦ Θεοφάν. Νόνν. τ. 2, σ. 162.

Greek Monolingual

ὁ, Μ σχάζω
εγχάραξη σε δένδρο, σχάσις.