φάγομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=manger.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔφαγον]].
|btext=manger.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔφαγον]].
}}
{{grml
|mltxt=και σπάν. ενεργ<br />τ. [[φάγω]] Α<br />[[τρώγω]] («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β' [[φαγεῖν]] του ρ. [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» αναλογικά [[προς]] τους τ. [[ἔδομαι]], [[πίομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1249] s. φαγεῖν.

French (Bailly abrégé)

manger.
Étymologie: cf. ἔφαγον.

Greek Monolingual

και σπάν. ενεργ
τ. φάγω Α
τρώγω («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β' φαγεῖν του ρ. ἐσθίω «τρώγω» αναλογικά προς τους τ. ἔδομαι, πίομαι.