φάγομαι

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

German (Pape)

[Seite 1249] s. φαγεῖν.

French (Bailly abrégé)

manger.
Étymologie: cf. ἔφαγον.

Greek Monolingual

και σπάν. ενεργ
τ. φάγω Α
τρώγω («πρόσελθε ὦδε καὶ φάγεσαι τῶν ἄρτων», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μέλλ. σχηματισμένος από τον αόρ. β' φαγεῖν του ρ. ἐσθίω «τρώγω» αναλογικά προς τους τ. ἔδομαι, πίομαι.

Russian (Dvoretsky)

φάγομαι: (φᾰ) поздн. NT praes. fut. к φαγεῖν.