υπόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(43)
(No difference)

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπόγλωττος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα
2. ο κάπως φλύαρος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόγλωσσον και ὑπόγλωττον
ονομασία δύο φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πρό-γλωσσος].