ὑλακόεις: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_8) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλακόεις''': εσσα, εν, ὁ ὑλακτῶν, γαυγύζων, [[χόλος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 721. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | |lstext='''ὑλακόεις''': εσσα, εν, ὁ ὑλακτῶν, γαυγύζων, [[χόλος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 721. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />αυτός που γαβγίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλακή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A howling, χόλος Opp.H.1.721. [ῡ in dact. verse.]
German (Pape)
[Seite 1176] εσσα, εν, bellig, bellend, χόλος, Opp. Hal. 1, 721.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλακόεις: εσσα, εν, ὁ ὑλακτῶν, γαυγύζων, χόλος Ὀππ. Ἁλ. 1. 721. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή + κατάλ. -όεις].