ταυρόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6_1)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρόδερμος''': [[ἀσπίς]], ἡ ἐκ δέρματος ταύρου, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 79. - Ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. [[ἄνευ]] παραπομπῆς εἰς τὸ [[χωρίον]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''ταυρόδερμος''': [[ἀσπίς]], ἡ ἐκ δέρματος ταύρου, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 79. - Ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. [[ἄνευ]] παραπομπῆς εἰς τὸ [[χωρίον]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />κατασκευασμένος από [[δέρμα]] ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὀστρακό</i>-<i>δερμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόδερμος: ἀσπίς, ἡ ἐκ δέρματος ταύρου, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 79. - Ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἄνευ παραπομπῆς εἰς τὸ χωρίον, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Μ
κατασκευασμένος από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ὀστρακό-δερμος].