ταυρόδερμος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόδερμος: ἀσπίς, ἡ ἐκ δέρματος ταύρου, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 79. - Ἐτέθη ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἄνευ παραπομπῆς εἰς τὸ χωρίον, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Μ
κατασκευασμένος από δέρμα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. ὀστρακόδερμος].