τρόφιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_4)
(42)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρόφιος''': -α, -ον, = [[τρόφιμος]], ἢ σκάρον ἢ κῶθον τροφίην καὶ ἀναιδέα [[λίην]] Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 304Ε.
|lstext='''τρόφιος''': -α, -ον, = [[τρόφιμος]], ἢ σκάρον ἢ κῶθον τροφίην καὶ ἀναιδέα [[λίην]] Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 304Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τροφή]] / [[τροφός]]<br />[[τρόφιμος]], [[θρεπτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1153] = τρόφιμος, Numen. bei Ath. VII, 304 e.

Greek (Liddell-Scott)

τρόφιος: -α, -ον, = τρόφιμος, ἢ σκάρον ἢ κῶθον τροφίην καὶ ἀναιδέα λίην Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 304Ε.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τροφή / τροφός
τρόφιμος, θρεπτικός.