χειμωνιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(46)
(No difference)

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιρ-ιάτικος)].