χειρότμητος: Difference between revisions
From LSJ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
(6_17) |
(46) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρότμητος''': -ον, ὁ διὰ χειρὸς τετμημένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χειρόκμητος]], Στράβ. 59, 116. | |lstext='''χειρότμητος''': -ον, ὁ διὰ χειρὸς τετμημένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χειρόκμητος]], Στράβ. 59, 116. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />κομμένος με το [[χέρι]] («χειρότμητοι διακοπαί», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τμητός]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμό</i>-<i>τμητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1347] mit der Hand geschnitten, ausgeschnitten, Strab. 1, 3,18.
Greek (Liddell-Scott)
χειρότμητος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς τετμημένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ χειρόκμητος, Στράβ. 59, 116.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
κομμένος με το χέρι («χειρότμητοι διακοπαί», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τμητος (< τμητός < τέμνω), πρβλ. λαιμό-τμητος].