χειρορρέκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_19)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρορρέκτης''': -ου, ὁ, ([[ῥέζω]]) = [[χειρουργός]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ἡμαρτ. γραφ. [[χειροέρκτης]]).
|lstext='''χειρορρέκτης''': -ου, ὁ, ([[ῥέζω]]) = [[χειρουργός]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] ἡμαρτ. γραφ. [[χειροέρκτης]]).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χειρουργός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[χειροέρκτης]] θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε [[χειρορρέκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρέκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>ρρέκτης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χειρορρέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) = χειρουργός, Ἡσύχ. (ἔνθα ἡμαρτ. γραφ. χειροέρκτης).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρουργός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χειροέρκτης θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε χειρορρέκτης < χειρ(ο)- + -ρρέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο-ρρέκτης].