φυτευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠτευτής''': -οῦ, ὁ, φυτεύων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 7, 4.
|lstext='''φῠτευτής''': -οῦ, ὁ, φυτεύων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 7, 4.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [[φυτεύω]]<br />αυτός που φυτεύει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] [[λαχανικά]] ή [[σπαρτά]], [[σκαλεύς]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτής Medium diacritics: φυτευτής Low diacritics: φυτευτής Capitals: ΦΥΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: phyteutḗs Transliteration B: phyteutēs Transliteration C: fyteftis Beta Code: futeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, =

   A pastinator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1319] ὁ, der Pflanzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτής: -οῦ, ὁ, φυτεύων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 7, 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν φυτεύω
αυτός που φυτεύει
αρχ.
αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς.