τρισανόητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_18)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισανόητος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἀνόητος]], ὁ [[σφόδρα]] [[ἀνόητος]], Νικήτας Εὐγεν. 6, 368 (;)
|lstext='''τρισανόητος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἀνόητος]], ὁ [[σφόδρα]] [[ἀνόητος]], Νικήτας Εὐγεν. 6, 368 (;)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[τελείως]] [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνόητος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισανόητος: -ον, ὁ τρὶς ἀνόητος, ὁ σφόδρα ἀνόητος, Νικήτας Εὐγεν. 6, 368 (;)

Greek Monolingual

-ον, Μ
τελείως ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀνόητος.