σφάξ: Difference between revisions
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
(6_20) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφάξ''': σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, [[διασφάξ]], κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. [[σφάξ]], σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ [[σφήξ]]. | |lstext='''σφάξ''': σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, [[διασφάξ]], κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. [[σφάξ]], σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ [[σφήξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[αγός]], ἡ, Α<br />ο [[τράχηλος]] τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το [[μαχαίρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]]. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα [[διασφάξ]], <i>άποσφάξ</i>, <i>νεο</i>-[[σφάξ]].———————— <b>(II)</b><br />-ακός, ἡ, Α<br />(δωρ. τ. του [[σφήξ]]) <b>βλ.</b> [[σφήκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
σφαγός,
A = σφαγή 11, Sch.E.Hec.571; elsewh. only in compds., διασφάξ, etc. II σφάξ, σφᾱκός, Dor. for σφήξ, Theoc. 5.29.
Greek (Liddell-Scott)
σφάξ: σφαγός, = σφαγὴ ΙΙ, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 566˙ ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέσει, διασφάξ, κτλ., Λοβεκ. Παραλ. 97. ΙΙ. σφάξ, σφᾱκός, Δωρ. ἀντὶ σφήξ.
Greek Monolingual
(I)
-αγός, ἡ, Α
ο τράχηλος τών ζώων στον οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάζω. Η λ. απαντά εν συνθέσει στα διασφάξ, άποσφάξ, νεο-σφάξ.———————— (II)
-ακός, ἡ, Α
(δωρ. τ. του σφήξ) βλ. σφήκα.