τριακοντάπους: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(6_15)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριᾱκοντάπους''': οδος, ὁ, ἡ, ἔχων [[μῆκος]], [[ὕψος]] ἢ [[βάθος]] [[τριάκοντα]] ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.
|lstext='''τριᾱκοντάπους''': οδος, ὁ, ἡ, ἔχων [[μῆκος]], [[ὕψος]] ἢ [[βάθος]] [[τριάκοντα]] ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.
}}
{{grml
|mltxt=και [[τριακοντόπους]], -[[οδός]], ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ή [[βάθος]] [[τριάντα]] ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντᾰπους Medium diacritics: τριακοντάπους Low diacritics: τριακοντάπους Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: triakontápous Transliteration B: triakontapous Transliteration C: triakontapous Beta Code: triakonta/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό,

   A of thirty feet, βάθος D.H.9.68.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάπους: οδος, ὁ, ἡ, ἔχων μῆκος, ὕψοςβάθος τριάκοντα ποδῶν, Διον. Ἁλ. 9. 68.

Greek Monolingual

και τριακοντόπους, -οδός, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ή βάθος τριάντα ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πούς, ποδός].