τραβηχτικός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(41) |
(No difference)
|
Revision as of 12:50, 29 September 2017
Greek Monolingual
και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν τραβηχτός
1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική
η συναλλαγματική
3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού
β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»
(οικον.) μέσο για τη διευκόλυνση τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
γ) «τραβηκτική πιστωτική επιστολή» — επιστολή την οποία απευθύνει προς την τράπεζα ο κάτοχος πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την τράπεζα ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί.