χλαινοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(6_19) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλαινοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χλαίνας, [[κλέπτης]] τῶν χλαινῶν, ὡς τὸ [[λωποδύτης]], Φρύν. (;) | |lstext='''χλαινοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χλαίνας, [[κλέπτης]] τῶν χλαινῶν, ὡς τὸ [[λωποδύτης]], Φρύν. (;) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κλέβει χλαίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χλαίνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λινο</i>-<i>θήρας</i>, <i>σωληνο</i>-<i>θήρας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = λωποδύτης, Eust.1863.59.
German (Pape)
[Seite 1358] ὁ, der auf Mäntel Jagd macht, Mänteldieb, Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
χλαινοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χλαίνας, κλέπτης τῶν χλαινῶν, ὡς τὸ λωποδύτης, Φρύν. (;)
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κλέβει χλαίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαίνα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λινο-θήρας, σωληνο-θήρας].