χολοστεάτωμα: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(46)
(No difference)

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα του μέσου αφτιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, -στέατος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. καρκίν-ωμα)].