μήνιγγας

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

και μήλιγγας, ο
η μήνιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μήνιγγα, κατά τα αρσ. σε -ας].