ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
και μήλιγγας, οη μήνιγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μήνιγγα, κατά τα αρσ. σε -ας].