σχίδακας: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(40)
(No difference)

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο / σχίδαξ, -ακος, ΝΜΑ
η σχίζα
νεοελλ.
μικρό και αιχμηρό θραύσμα οστού
μουσ. ράβδος κιγκλιδώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ- του σχίζω + επίθημα -αξ, -ακ-ος (πρβλ. κάμ-αξ, χάρ-αξ)].