φεγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(b)
 
(44)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ες, leuchtend, glänzend, hell, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ες, leuchtend, glänzend, hell, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''φεγγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[λαμπρός]], λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, [[φεγγώδης]] [[Ἰησοῦς]], καὶ τὸ [[πνεῦμα]] τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φέγγος]]<br />αυτός που φέγγει, που λάμπει.
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1260] ες, leuchtend, glänzend, hell, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φεγγώδης: -ες, (εἶδος) λαμπρός, λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, φεγγώδης Ἰησοῦς, καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φέγγος
αυτός που φέγγει, που λάμπει.