συντετελεσμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(6_6)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντετελεσμένως''': Ἐπίρρ. ἐντελῶς, παντελῶς, πληρέστατα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοδήμου.
|lstext='''συντετελεσμένως''': Ἐπίρρ. ἐντελῶς, παντελῶς, πληρέστατα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοδήμου.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> εντελώς, παντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συντετελεσμένος</i> του <i>συντελῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετελεσμένως Medium diacritics: συντετελεσμένως Low diacritics: συντετελεσμένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetelesménōs Transliteration B: syntetelesmenōs Transliteration C: syntetelesmenos Beta Code: suntetelesme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A completely, Phld.Ir.p.72 W.

Greek (Liddell-Scott)

συντετελεσμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, παντελῶς, πληρέστατα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοδήμου.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εντελώς, παντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετελεσμένος του συντελῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].