τετράδιπλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(41)
(No difference)

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράδιπλος, -ον, ΝΜ
διπλωμένος στα τέσσερα
νεοελλ.
ο τέσσερεις φορές μεγαλύτερος, τετραπλός, τετραπλάσιος («τον όχλο η τρέλα σφίγγει / τετράδιπλη από πρι», Γρυπ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + διπλός (πρβλ. πεντά-διπλος)].