τετραπλάσιος
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
English (LSJ)
α, ον, fourfold, four times as much, Pl.R. 369e, al.; τὸ τ. μέρος OGI665.30 (Egypt, i A.D.): c. gen., four times as large as, ἧπαρ τ. τοῦ βοείου Arist.HA508a1: τὴν τετραπλασίαν (sc. ζημίαν) τίνειν = pay a fourfold penalty, Pl.Lg.878c (τριπλασίαν Orelli), cf. 756e. Adv. τετραπλασίως Sm.2 Ki.12.6.
German (Pape)
[Seite 1098] vierfach, viermal so viel wie, τινός, Plat. Legg. IX, 878 c u. öfter, u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, -πλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
τετραπλάσιος: четверной, учетверенный, четырехкратный Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τέσσαρας φορὰς μεγαλείτερος, Λατ. quadruplex, Πλάτ. Πολ. 369Ε, κ. ἀλλ.˙ μετὰ γεν., τετράκις μεγαλείτερός τινος, ἧπαρ τετρ. τοῦ βοείου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 16˙ - τὴν τετραπλασίαν (ἐξυπακ. τιμὴν) ἐκτίνειν, quadruplum solvere, Πλάτ. Νόμ. 878C, πρβλ. 765Ε. -Ἐπίρρ. -ίως, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
-α, -ο / τετραπλάσιος, -ία, -ον, ΝΑ
ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος.
επίρρ...
τετραπλασίως ΝΑ
τέσσερεις φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλάσιος].
Greek Monotonic
τετρᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τέσσερις φορές μεγαλύτερος, Λατ. quadruplex, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τετρᾰ˘πλάσιος, η, ον
fourfold, four times as much, Lat. quadruplex, Plat.