φιλόθρεσκος: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(6_18) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόθρεσκος''': -ον, πιθ. μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[φιλόθρησκος]], Ἐλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 5· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει θρεσκός, ἀπαντᾷ δὲ καὶ θρεσκεία ἐν Ἀν. Βεκ. 29. | |lstext='''φῐλόθρεσκος''': -ον, πιθ. μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[φιλόθρησκος]], Ἐλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 5· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει θρεσκός, ἀπαντᾷ δὲ καὶ θρεσκεία ἐν Ἀν. Βεκ. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[φιλόθρησκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loving ceremonies, pious, βασιλῆες Hymn.Is.5; cf. θρεσκός, θρησκεία.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθρεσκος: -ον, πιθ. μεταγεν. τύπος τοῦ φιλόθρησκος, Ἐλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 5· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει θρεσκός, ἀπαντᾷ δὲ καὶ θρεσκεία ἐν Ἀν. Βεκ. 29.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. φιλόθρησκος.