τρισμέγιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(eksahir) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[el tres veces máximo]] | |esgtx=[[el tres veces máximo]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμέγιστος]], -ίστη, -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (στην αποκρυφολογία) [[προσωνυμία]] του Ερμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επιτ</i>. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μέγιστος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A thrice-greatest, title of the Egyptian Hermes (Thoth), CPHerm.125ii 8 (iii A. D.), OGI716 (Achmim, iii A. D.), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Corp.Herm. passim. (The Egyptian title is translated μέγιστος καὶ μ. καὶ μ. in Wilcken Chr.109.6 (iii B. C.).)
Greek (Liddell-Scott)
τρισμέγιστος: -η, -ον, τρὶς μέγιστος, σφόδρα μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισμέγιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ
1. πάρα πολύ μεγάλος
2. (στην αποκρυφολογία) προσωνυμία του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μέγιστος].