τερατωδία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(b)
 
(41)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, das Wunderadnliche, Wunderbare, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] ἡ, das Wunderadnliche, Wunderbare, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''τερᾰτωδία''': ἡ, [[θαυμάσιος]] τὴν ὄψιν, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 204 (402).
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[τερατώδης]]<br />η [[ιδιότητα]] του τερατώδους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πράξη]] ή [[λόγος]] [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κάτι]] θαυμαστό στην όψη.
}}
}}

Latest revision as of 12:53, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, das Wunderadnliche, Wunderbare, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτωδία: ἡ, θαυμάσιος τὴν ὄψιν, Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 204 (402).

Greek Monolingual

η, ΝΑ τερατώδης
η ιδιότητα του τερατώδους
νεοελλ.
πράξη ή λόγος τερατώδης
αρχ.
το να είναι κάτι θαυμαστό στην όψη.