συσκοτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(6_3)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκοτίζω''': [[συσκοτάζω]], Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.
|lstext='''συσκοτίζω''': [[συσκοτάζω]], Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ [[σκοτίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς σκοτεινό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ασαφές, [[δημιουργώ]] [[σύγχυση]] («η [[κατάθεση]] του μάρτυρα συσκότισε την [[υπόθεση]]»).
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτίζω: συσκοτάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.

Greek Monolingual

ΝΜ σκοτίζω
καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό
νεοελλ.
μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, δημιουργώ σύγχυση («η κατάθεση του μάρτυρα συσκότισε την υπόθεση»).