φουγάρο: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(45)
(No difference)

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. καπνοδόχος πλοίου, τζακιού, εργοστασίου
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fogara].