φθογγήεις: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(6_8)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθογγήεις''': εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.
|lstext='''φθογγήεις''': εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.
}}
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α<br />αυτός που παράγει ήχο, που έχει [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθογγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>), <b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθογγήεις Medium diacritics: φθογγήεις Low diacritics: φθογγήεις Capitals: ΦΘΟΓΓΗΕΙΣ
Transliteration A: phthongḗeis Transliteration B: phthongēeis Transliteration C: fthoggieis Beta Code: fqoggh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, contr. φθογγῆς,

   A sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγήεις: εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α
αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις), βλ. λ. -όεις].